- υαινίς
- -ίδος, ἡ, Αθαλάσσιο ψάρι, ύαινα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαινα + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. σφυρ-ίς), βλ. και λ. ύαινα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑαινίδες — ὑαινίς hyena fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… … Dictionary of Greek